- ἀεροπόρους
- ἀεροπόροςtraversing the airmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το … Dictionary of Greek
κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… … Dictionary of Greek
καμικάζι ή καμικάζε — Ιαπωνική λέξη που σημαίνει θεϊκός άνεμος και δόθηκε στον τυφώνα, ο οποίος το 1281 διασκόρπισε τον στόλο που είχαν στείλει οι Μογγόλοι εναντίον της Ιαπωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η προσωνυμία αυτή χρησιμοποιήθηκε για τους… … Dictionary of Greek